- καταλήθομαι
- καταλήθομαι (Α)(αποθ.) λησμονώ εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. τού λανθάνομαι «λησμονώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατέλαθεν — καταλήθομαι forget utterly aor ind act 3rd sg κατέλᾱθεν , καταλήθομαι forget utterly imperf ind act 3rd sg (doric) κατελαύνω drive down aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλελησμένοι — καταλήθομαι forget utterly perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήθοντ' — καταλήθοντα , καταλήθομαι forget utterly pres part act neut nom/voc/acc pl καταλήθοντα , καταλήθομαι forget utterly pres part act masc acc sg καταλήθοντι , καταλήθομαι forget utterly pres part act masc/neut dat sg καταλήθοντι , καταλήθομαι forget … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλάσειν — καταλλά̱σειν , καταλήθομαι forget utterly fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταλλάσων — ἀπό , κατά λάζω fut part act masc nom sg ἀποκαταλλά̱σων , ἀπό καταλήθομαι forget utterly fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)